-
1 χειρισμός
χειρ-ισμός, ὁ,A handling, manipulation, treatment, esp. in surgery, Hp.Off.3, Paul.Aeg.6.122.2 management, handling, τῆς τύχης by fortune, Plb.1.4.1; τῶν πραγμάτων of business, 5.26.4;ὁ κατὰ μέρος χ. 2.35.3
;ὁ χ. τῆς χάριτος
exercise,31.28.11
; execution,6.12.3
: abs., 1.28.4; of literary or rhetorical treatment, D.S.5.1, Phld.Rh.1.371S.3 esp. of financial administration, Schwyzer631.11 (Milet., ii B.C.), Rev.Arch.1925(22).62 ([place name] Callatis), POxy.2125.3 (iii A.D.); department, PTeb.758.14 (ii B.C.), Wilcken Chr.432.13 (ii A.D.), 170.27 (iii A.D.).4 pl., administrative posts, Vett.Val.39.12.5 inventory, register of property, Wilcken Chr.71.11 (pl.), 91.14 (both ii A.D.).b guild, corporation,τῶν κυβερνητῶν PGiss.11.11
(ii A.D.), cf. PPetr.3p.206, al. (iii B.C., abbrev.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειρισμός
-
2 ναύτης
ναύτης, ὁ, der Schiffsmann, Schiffer, Seefahrer; πῶς δέ σε ναῦται ἤγαγον εἰς Ἰϑάκην, Od. 1, 171, öfter; Hes. u. Pind., ναυτᾶν ἄωτος sind die Argonauten, P. 4, 188; πεζὸς ἢ ναύτης, Aesch. Pers. 705, öfter, wie Soph.; auch μή μ' ἄγειν ναύτην, auf dem Schiffe, Phil. 901, Suid. erkl. ἐπιβάτης; – Eur. ναύταν ὅμιλον, Hec. 921, öfter; u. in Prosa, wo damit bes. die Matrosen, Ruderknechte bezeichnet werden; διὰ τἠν τῶν κυβερνητῶν καὶ ναυτῶν μοχϑηρίαν, Plat. Polit. 302 a; ναύτας ὁπλίσας, Xen. Hell. 1, 1, 16; κατέγραφον ναύτας, Pol. 1, 49, 2.
-
3 αντιτεχνησις
- εως ἥ соперничество в искусстве, соревнование в ловкости(τῶν κυβερνητῶν Thuc.)
-
4 μοχθηρία
μοχθ-ηρία, ἡ,2 of a person, lack of skill, incapacity,τοῦ ἰατροῦ Antipho 4.2.4
;τῶν κυβερνητῶν Pl. Plt. 302a
.II mostly in moral sense, wickedness, depravity, Ar. Pl. 109, 159, Pl.Lg. 734d, etc.;τὰς μ. τῆς ἠλιθιότητος τῆς ἐμῆς Cratin. 188
;ἀρεταὶ καὶ μοχθηρίαι Arist.EN 1129b24
: with a political connotation, τὰ πρῶτα τῆς ἐκεῖ μ. chief of the rascaldom (i.e. of the Radical party) up there (on earth), Ar.Ra. 425.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοχθηρία
-
5 μοχθηρια
ἥ1) дурное качество, негодность(σώματος, τῶν σίτων, κυβερνητῶν καὴ ναυτῶν Plat.)
2) тж. pl. порок или порочность, испорченность(ἀρεταὴ καὴ μοχθηρίαι Arst.)
См. также в других словарях:
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… … Dictionary of Greek
Γουλιέλμος — I Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος δουκών της Ακουιτανίας, Γκιγιόμ (Guillaume). 1. Γ. Α’ ο Ευσεβής (; – 918). Δούκας της Aκουιτανίας (898 ή 909 918) και κόμης της Τουλούζ (885 918), γιος του Βερνάρδου κόμη της Ωβέρνης. Το 910 ίδρυσε το μοναστήρι … Dictionary of Greek
Αικατερίνη — I Όνομα αγίων της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Α. της Μπολόνια (1413 – 1463). Γεννήθηκε στην Μπολόνια, ανατράφηκε όμως στη Φεράρα. Σε ηλικία 17 ετών μπήκε στο μοναχικό τάγμα της Αγίας Κλάρας. Το 1457 έγινε ηγουμένη της μονής του τάγματος αυτού… … Dictionary of Greek
Άγιος Μαρίνος — Κράτος της νότιας Ευρώπης, που περικλείεται από το έδαφος της βορειοκεντρικής Ιταλίας.Κράτος της νότιας Ευρώπης, που περικλείεται από το έδαφος της βορειοκεντρικής Ιταλίας.Ο Ά.Μ. βρίσκεται στις παρυφές των Απένινων ορέων, κοντά στο Ρίμινι και σε… … Dictionary of Greek
μπαστούνι — Λέγεται και ραβδί (ράβδος). Κλαδί κομμένο κατά τρόπο ώστε να χρησιμεύει για υποστήριγμα στο βάδισμα και ως μέσον επίθεσης ή άμυνας. Σε παλαιότατες εποχές το μ., χοντροκομμένο, αποτελούσε όπλο. Αργότερα, διαφορετικά διαμορφωμένο, πήρε διάφορες… … Dictionary of Greek
πατερναλισμός — Όρος –κατά λέξη σημαίνει πατρική συμπεριφορά– που μπήκε σε χρήση κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι., κυρίως στη πολιτική και στην ιστοριογραφική γλώσσα, για τον χαρακτηρισμό της πολιτικής των κυβερνητών εκείνων που, μην έχοντας… … Dictionary of Greek